- ἐπετειόκαρπος
- ἐπετειό-καρπος, ον,A bearing fruit annually, Thphr.HP1.2.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επετειόκαρπος — ἐπετειόκαρπος, ον (Α) αυτός που καρποφορεί κάθε χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επέτειος + καρπός] … Dictionary of Greek
ἐπετειόκαρπα — ἐπετειόκαρπος bearing fruit annually neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek